Troglodytes (wren) — NOTOC Taxobox name = Troglodytes image width = 220px image caption = Southern House Wren in São Paulo Botanic Garden (Brazil) It is sometimes considered a distinct species, Troglodytes musculus regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Aves… … Wikipedia
Τρωγοδύται — οἱ, Α οι Τρωγλοδύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. Τρωγλοδύται, χωρίς να είναι δυνατόν να εξακριβωθεί ποιος από τους δύο τ. είναι ο αρχικός] … Dictionary of Greek
ακριδοφάγος — Αυτός που τρώει ακρίδες. Στα αρχαία χρόνια αναφέρονται αρκετοί λαοί που έτρωγαν ακρίδες. Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι μια φυλή της Αιθιοπίας τρεφόταν με ακρίδες και ο Πλίνιος αναφέρεται σε κάποια μυθολογικά όντα, τους Ακέφαλους, που δεν είχαν… … Dictionary of Greek
τρωγλοδυτικός — ή, ό /τρωγλοδυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τρωγλοδύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική (ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών αρχ. 1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ … Dictionary of Greek
τρωγλοδύτης — ο, ΝΑ 1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύται ονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς τής Αιθιοπίας, τής εσωτερικής Λιβύης, τού Καυκάσου, τής Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές… … Dictionary of Greek
Αγαθαρχίδης — I (2ος αι. π.Χ.).Ιστορικός, αριστοτελικός φιλόσοφος, γεωγράφος και φυσιοδίφης. Γεννήθηκε στην Κνίδο αλλά έζησε στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν γραμματέας του Ηρακλείδη Λέμβου, αυλικού του Πτολεμαίου του Φιλομήτορος. Αργότερα, όταν έχασε τη θέση του,… … Dictionary of Greek
Κρόβυζοι — Αρχαία φυλή της Θράκης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ηροδότου οι Κ. κατοικούσαν στην περιοχή των παραποτάμων του Δούναβη, Άθρυ, Νόη και Αρτάνη. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Κ. ζούσαν γύρω από τις πόλεις Κάλλατις, Τόμοι και τον ποταμό Δούναβη και στα… … Dictionary of Greek
μιμίδες — (mimidae). Οικογένεια ωδικών πτηνών. Περιλαμβάνει 30 είδη περίπου, που ζουν μόνο στην Αμερική. Τα πτηνά αυτά μοιάζουν με τα κοτσύφια και τους τρωγλοδύτες και τα περισσότερα ζουν μέσα στα δάση και μάλιστα κοντά ή πάνω στο έδαφος. Όλα σχεδόν… … Dictionary of Greek
τρωγλοδυτικός, -ή — ό που έχει σχέση με τους τρωγλοδύτες: Τρωγλοδυτικός πολιτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)